- δευτέρωμα
- τοη επανάληψη μιας ενέργειας: Το δευτέρωμα του ίδιου λάθους, δε δείχνει άνθρωπο σοφό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δευτέρωμα — repetition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτέρωμα — το (Μ δευτέρωμα) η επανάληψη νεοελλ. 1. το δεύτερο όργωμα, το δεύτερο σκάψιμο 2. ο δεύτερος γάμος … Dictionary of Greek
δευτερώματος — δευτέρωμα repetition neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερί — και δευτεριό, το 1. το δεύτερο σκάψιμο τού αμπελιού, δισκάφισμα, δευτέρωμα 2. το δεύτερο όργωμα τού χωραφιού 3. το δεφτέρι, το σημειωματάριο … Dictionary of Greek
διβόλητος — και τός και τρος (Α) βωλοκόπημα, σβάρνισμα, δευτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίβολος. Ο τ. διβόλητρος, με επίθημα τρος, δηλωτικό οργάνου] … Dictionary of Greek
διβόλισμα — το [διβολίζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού διβολίζω, δευτέρωμα … Dictionary of Greek
ԵՐԿՐՈՐԴՈՒՄՆ — (դման.) NBH 1 0702 Chronological Sequence: Early classical գ. δευτέρωμα secundus actus Երկրորդելն, իլն. կրկնումն. իսկ Երկրորդումն օրինաց, իմա՛ կրկնումն օրինաց տուելոց. Δευτερονόμιον Deuteronomium *Երկրորդումն օրինաց: Գրեսցես նմա զերկրորդումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)